Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κεχωρισμένη π

См. также в других словарях:

  • κεχωρισμένη — χωρίζω separate perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεχωρισμένῃ — χωρίζω separate perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευαγγελική Ένωση — I (Evangelical Alliance). Εταιρεία που ιδρύθηκε στο Λονδίνο στα μέσα του 19ου αι., από προτεστάντες διάφορων θρησκευτικών προελεύσεων. Η βασική διδασκαλία της αποτελείται από εννέα σημεία, δύο από τα οποία (το δεύτερο αναγγέλλει το δικαίωμα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»